ἐρριμμένων

ἐρριμμένων
ἐρρῑμμένων , ῥίπτω
throw
perf part mp fem gen pl
ἐρρῑμμένων , ῥίπτω
throw
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσπερίληπτος — η, ο (Α δυσπερίληπτος, ον) νεοελλ. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσει αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται 2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”